Το Μάιο του 2010, οι χρηματοπιστωτικές αγορές έπαψαν να πιστεύουν στη δυνατότητα της Ελλάδας να διαχειριστεί τα δημόσια οικονομικά της και να αποπληρώσει το χρέος της. Ο φόβος για μια στάση πληρωμών άρχισε να επεκτείνεται και σε άλλες χώρες μεταξύ των 16 κρατών-μελών της Ευρωζώνης, για παράδειγμα στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Στη συνέχεια οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κατέληξαν σε ένα πακέτο διάσωσης της Ευρωζώνης ύψους 700 δις προς αναχαίτιση της χρηματοπιστωτικής καταιγίδας.
Η παρέμβασή τους αυτή εξασφάλισε μια προσωρινή ανάπαυλα, όμως η αβεβαιότητα παραμένει στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τον τελευταίο μήνα η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκέλα Μέρκελ δήλωσε ότι η αποτυχία του ευρώ, «δεν είναι μόνο αποτυχία του νομίσματος…. είναι αποτυχία της Ευρώπης και συνάμα αποτυχία της ιδέας της ευρωπαϊκής ενότητας».
Η ευρωπαϊκή ενότητα αντιμετωπίζει ήδη πολύ μεγάλους περιορισμούς. Η δημοσιονομική ολοκλήρωση παραμένει περιορισμένη. Μετά από 6 δεκαετίες ολοκλήρωσης, οι εθνικές ταυτότητες των επιμέρους κρατών μελών έχουν μεγαλύτερη ισχύ από την κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα, και τα εθνικά συμφέροντα, αν και λιγότερο σε σχέση με το παρελθόν, μετρούν ακόμη.
Η διεύρυνση της Ε.Ε. με 27 κράτη μέλη (και έπεται συνέχεια με περισσότερα) σημαίνει πως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί που είναι και θα παραμείνουν ιδιότυποι, είναι απίθανο να οδηγήσουν σε μια ισχυρή ομοσπονδιακή Ευρώπη ή σε ένα ενιαίο κράτος. Η ολοκλήρωση της Ευρώπης σε νομικό επίπεδο έχει προχωρήσει και συνεχίζει να προχωρά, ενώ οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχουν υποχρεώσει ουκ ολίγες φορές τα κράτη μέλη να αλλάξουν την πολιτική τους. Αλλά η ολοκλήρωση του νομοθετικού και του εκτελεστικού σκέλους της εξουσίας είναι σε υστέρηση, κι ενώ η Ευρώπη έχει αποκτήσει έναν πρόεδρο κι έναν κεντρικό εκπρόσωπο για τις εξωτερικές σχέσεις, η εξωτερική πολιτική και η αμυντική πολιτική παραμένουν ακόμη εν μέρει μόνο ολοκληρωμένες.
Κατά τη διάρκεια των περασμένων δεκαετιών, η Ευρώπη αιωρούνταν ανάμεσα στην υπερβολική αισιοδοξία και σε κύματα ‘Ευρώ-απαισιοδοξίας’, όπως συμβαίνει στην παρούσα φάση. Όπως το έθεσε πρόσφατα ο δημοσιογράφος Μάρκους Γουόλκερ, «υποτίθεται ότι στη βάση της Συνθήκης της Λισσαβόνας, η Ευρώπη θα γινόταν ένας κεντρικός παράγοντας της παγκόσμιας σκηνής. Αντ’ αυτού, αρχίζει να μοιάζει με τη μεγάλη χαμένη μέσα σε μια νέα γεωπολιτική τάξη που κυριαρχείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις αναδυόμενες δυνάμεις με επικεφαλής την Κίνα».
Και να που τώρα η παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση εκθέτει τα όρια της δημοσιονομικής ολοκλήρωσης της Ευρωζώνης και εγείρει ερωτήματα σχετικά με το ρόλο και το μέλλον του ευρώ.
Ποιο είναι το μέλλον της Ευρώπης; Όπως σημειώνει το περιοδικό Economist, «σήμερα φαίνεται παντού να γίνεται συζήτηση για μια σχετική παρακμή της Ευρώπης. Ακούς γκρίζα νούμερα που αναφέρονται στο μελλοντικό ειδικό βάρος της Ευρώπης και μερικά εξ αυτών είναι δικαιολογημένα. Το 1900 η Ευρώπη αντιπροσώπευε το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού. Το 2060 εκτιμάται ότι θα αντιπροσωπεύει μόλις το 6% - και το ένα τρίτο εξ αυτών θα είναι άνω των 65 χρόνων».
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει σοβαρά δημογραφικά προβλήματα, αλλά το μέγεθος του πληθυσμού δεν συνδέεται ευθέως με την ισχύ. Οι προβλέψεις περί κάμψης της ευρωπαϊκής ισχύος έχουν μεγάλη ιστορία αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν αποδειχτεί ρεαλιστικές. Κατά τη δεκαετία του 1980, οι αναλυτές έκαναν λόγο για ‘ευρω-σκλήρυνση’ και για έντονη προβληματικότητα της Ευρώπης, αλλά κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν η Ευρώπη κατέγραψε εντυπωσιακή οικονομική και θεσμική ανάπτυξη.
Τα πρότυπα κατανομής της εξουσίας, προσέγγισης συμφωνιών και επίλυσης συγκρούσεων που εφαρμόζει η Ε.Ε., μέσα από τη λειτουργία πολλών και πολλαπλών επιτροπών, μπορεί να δείχνουν απογοητευτικά και να μην παρέχουν …δράμα, αλλά αρμόζουν στη διαπραγμάτευση πολλών ζητημάτων μέσα σε ένα δικτυωμένο και αλληλοεξαρτώμενο κόσμο. Όπως το έθεσε ο Μαρκ Λέοναρντ, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις Διεθνείς Σχέσεις, «η συμβατική πεποίθηση είναι ότι η ώρα της Ευρώπης ήρθε και παρήλθε. Η έλλειψη διορατικότητας, οι διαιρέσεις, η προσήλωση στα νομικά πλαίσια, η απροθυμία για την προβολή στρατιωτικής ισχύος και η άκαμπτη οικονομία της Ευρώπης έρχονται σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που μοιάζουν πιο κυριαρχικές και από την αρχαία Ρώμη. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι η Ευρώπη – είναι η ξεπερασμένη σύλληψη της εξουσίας από μέρους μας».
Ένα ανάλογο επιχείρημα έχει υποστηρίξει και ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Άντριου Μοράβτσικ, σημειώνοντας ότι τα ευρωπαϊκά κράτη, σε συλλογικό επίπεδο, αποτελούν τα μόνα κράτη εκτός των ΗΠΑ που είναι σε θέση «να εξασκούν παγκόσμια επιρροή από την οπτική της ‘σκληρής’ και της ‘μαλακής’ ισχύος. Όσο ο όρος διατηρεί τη σημασία του, ο κόσμος είναι διπολικός και θα παραμείνει για το προβλέψιμο μέλλον».
Ο Μοράβτσικ υποστηρίζει ότι οι απαισιόδοξες προβλέψεις για την Ευρώπη βασίζονται σε μια ρεαλιστική άποψη του 19ο αιώνα κατά την οποία η ισχύς συνδέονταν με το σχετικό μερίδιο των συνολικών παγκόσμιων πόρων που κατείχε κάθε κράτος. Επιπλέον, όπως ο ίδιος υποδεικνύει, η Ευρώπη αποτελεί τη δεύτερη στρατιωτική δύναμη του κόσμου και πραγματοποιεί το 21% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, έναντι 5% της Κίνας, 3% της Ρωσίας, 2% της Ινδίας και 1,5% της Βραζιλίας. Δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες των κρατών μελών της Ε.Ε. βρίσκονται αναπτυγμένοι έξω από την πατρίδα τους, στη Σιέρα Λεόνε, το Κονγκό, την Ακτή του Ελεφαντοστού, το Τσαντ, τον Λίβανο και το Αφγανιστάν.
Σε όρους οικονομικής ισχύος, η Ευρώπη αποτελεί τη δεύτερη παγκόσμια αγορά και αντιπροσωπεύει το 17% του παγκόσμιου εμπορίου, έναντι 12% των ΗΠΑ. Η Ευρώπη δίνει επίσης το ήμισυ της παγκόσμιας ξένης οικονομικής βοήθειας, συγκρινόμενη μόνο με το 20% των ΗΠΑ.
Αλλά αυτή η εν δυνάμει ευρωπαϊκή ισχύς μπορεί να μην έχει μέλλον αν οι Ευρωπαίοι δεν καταφέρουν να επιλύσουν τα προβλήματα που προκύπτουν από την απώλεια εμπιστοσύνης των χρηματοπιστωτικών αγορών στο ευρώ. Όλοι όσοι θαυμάζουν το ευρωπαϊκό πείραμα πρέπει να ελπίζουν ότι θα τα καταφέρουν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου